- ἐπιφαίνεσθαι
- ἐπιφαίνωshow forthpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφαίνω — ἐπιφαίνω (AM) [φαίνω] παθ. ἐπιφαίνομαι εμφανίζομαι απροσδόκητα, προβάλλω, ξεφυτρώνω (α. «χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ. β. «ὅτι σφι μούνοισι ἔωθε ὁ Περσεὺς ἐπιφαίνεσθαι», Ηρόδ. γ. «ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῡ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ» … Dictionary of Greek
υποδενδρυάζω — Α 1. κρύβομαι από φόβο κάτω από δένδρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδενδρυάζειν τὸ ἐξ ἀφανοῡς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρυάζω «κρύβομαι μέσα στα δένδρα»] … Dictionary of Greek